Πρόλογος
Η παρούσα έρευνα ασχολείται με τους ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση (ΕΣΣΔ) – και συγκεκριμένα από το Καζακστάν – που επαναπατρίστηκαν μαζικά υπό το καθεστώς της «Παλιννόστησης» στις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, θα ερευνηθούν οι δυσκολίες που συνάντησαν οι «Παλιννοστούντες» με τον ερχομό τους στην Ελλάδα, τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπισαν καθώς και η ένταξή τους στην Ελληνική κοινωνία. Οι συμμετέχοντες αναφέρθηκαν στις συνθήκες που βίωσαν πριν και μετά την άφιξή τους, όπως επίσης και στις εμπειρίες τους στο πλαίσιο της προαναφερθείσας διαδικασίας επαναπατρισμού. Κύριος σκοπός της εργασίας είναι η διερεύνηση της εξέλιξης του φαινομένου της «Παλιννόστησης» στη συγκεκριμένη περίπτωση και κατά πόσο αυτός ο όρος ταιριάζει στους μετέχοντες σε αυτό.
Προσφυγικό ρεύμα Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση προς την Ελλάδα
Τα γεγονότα που συνέβησαν και οδήγησαν στην διάλυση της ΕΣΣΔ το 1989 είχαν σαν άμεσο αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός προσφυγικού ρεύματος Ελλήνων ομογενών προς τη χώρα μας. Ομογενείς που είχαν τη Σοβιετική ιθαγένεια μιας από τις χώρες της πρώην ΕΣΣΔ και επιθυμούσαν να εγκατασταθούν οριστικά στην Ελλάδα, προσέρχονταν στο ελληνικό προξενείο προκειμένου να λάβουν στα διαβατήριά τους τη θεώρηση εισόδου με την ένδειξη «Παλιννόστηση».
Οι «Παλιννοστούντες» ομογενείς από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι στην πλειονότητά τους Ποντιακής καταγωγής. Οι κύριοι λόγοι που οι ίδιοι αναφέρουν και είναι καταγεγραμμένοι στην έρευνα της κ. Κασιμάτη[1], είναι η μετανάστευση συγγενών που υποδηλώνει τον οικογενειακό χαρακτήρα του φαινομένου, η επιθυμία να ζήσουν στην Πατρίδα, η μίμηση άλλων Ποντίων της περιοχής, η ύπαρξη συγγενών στην Ελλάδα, τα εθνικά προβλήματα στις περιοχές που ζούσαν, αλλά και η επιθυμία για ένα καλύτερο μέλλον. Η Ελλάδα με τον όρο «παλιννόστηση» προώθησε την κοινωνική τους ενσωμάτωση μέσω μιας σειράς μέτρων που αποσκοπούσαν στην υλοποίηση μιας εθνικής στρατηγικής. Επέβαλαν την άμεση νομοθετική παρέμβαση, προκειμένου να αποδοθεί σε πρώτη προτεραιότητα η Ελληνική ιθαγένεια κι έτσι να τακτοποιηθούν τα ζητήματα της αστικής και δημοτικής τους κατάστασης.[2].
Η καθηγήτρια Λίνα Βεντούρα, συντονίστρια στη στρογγυλή τράπεζα «Μετανάστες και πρόσφυγες στο μεταίχμιο κόσμων και εποχών» έδωσε μερικά στοιχεία όπως ότι το κομβικό 1989, οι πολιτικές ανατροπές, οι οικονομικές αναδιαρθρώσεις και οι πολεμικές συγκρούσεις προκάλεσαν τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα στο εσωτερικό της Ευρώπης από την περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.[3]. «Στο διάστημα από το 1990 έως το 1994, ένα εκατομμύριο άτομα εγκατέλειπαν τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ». Πολλοί από αυτούς που ανήκαν σε εθνοτικές μειονότητες και μετακινήθηκαν προς τα κράτη στα οποία ήταν κυρίαρχη η εθνοτική τους ομάδα. Έτσι και η Ελλάδα δέχτηκε μεγάλο αριθμό ομογενών. Ο ιστορικός και ειδικός γραμματέας Ιθαγένειας Λάμπρος Μπαλτσιώτης, στην εισήγησή του «Κρυμμένες πτυχές της μετανάστευσης στην Ελλάδα μετά το 1990: πολιτικές απέναντι στους ομογενείς και σε ορισμένες εθνικές/εθνοτικές ομάδες», επεσήμανε ότι η μετανάστευση εθνοτικά Ελλήνων που ονομάστηκαν ομογενείς δε θεωρήθηκε μετανάστευση, αλλά επαναπατρισμός. Σε μερικές περιοχές, όπου υπήρχε από πριν ποντιακή εγκατάσταση, οι μετανάστες-πρόσφυγες αποκαταστάθηκαν ευκολότερα. Κρούσματα μαζικής ρατσιστικής συμπεριφοράς υπήρξαν και οι αντιδράσεις αρχών των δήμων, οργανώσεων, και ποντιακών συλλόγων ήταν υποτονική.
Παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν και στην Κύπρο, όπου είχαν εγκατασταθεί Έλληνες από τη Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηρισμοί, όπως «Ρωσοπόντιοι» και «Ρώσοι» διαδόθηκαν στα έντυπα, όταν επρόκειτο να αναφερθούν στο συγκεκριμένο πληθυσμό. Εμφανίστηκαν άρθρα στον Τύπο στα οποία αντιμετωπίζονταν ως ξένοι, που βρίσκονταν σε σχέσεις αντιπαράθεσης με τους ντόπιους. Όλα αυτά τα προβλήματα που συνάντησαν οι μετανάστες-πρόσφυγες στην Ελλάδα οδήγησαν κάποιους από τους διανοούμενούς τους στη διατύπωση του ακόλουθου ερωτήματος: «Ο Πόντος είναι στην Τουρκία. Στη Σοβιετική Ένωση είμαστε Έλληνες. Στην Ελλάδα είμαστε Ρώσοι. Τελικά πού είναι η πατρίδα μας;»[4].
Οι Έλληνες του Καζακστάν είναι κυρίως απόγονοι των Ελλήνων του Πόντου, που μεταφέρθηκαν εκεί από τον Ιωσήφ Στάλιν, από τη νότια Ρωσία και την περιοχή του Καυκάσου. Ο ιστορικός Βασίλης Τσενκελίδης γράφει για τις σταλινικές διώξεις του 1949, στην «ασιατική Βαβυλωνία». Όπως δηλώνουν αυτόπτες μάρτυρες εκείνων των γεγονότων: «Επιτρεπόταν να πάρουν μαζί τους τόσα όσα χωρούσαν στην χειραποσκευή τους. Όλη η υπόλοιπη κινητή και ακίνητη προσωπική περιουσία τους κρατικοποιήθηκε». Όλοι οι εξορισμένοι είτε είχαν ελληνικά διαβατήρια, είτε απέκτησαν τη σοβιετική υπηκοότητα μετά την ελληνική. Ανυποψίαστοι πίστεψαν ότι η εκτόπισή τους γίνεται με κατεύθυνση την Ελλάδα. Η ψευδαίσθηση χάθηκε όταν το τρένο πέρασε τον ποταμό Βόλγα με μία μοναδική κατεύθυνση: προς την Ασία. Υπό τη συνοδεία των στρατευμάτων της σοβιετικής κρατικής ασφάλειας οι εκτοπισθέντες μέσα σε κλειστά βαγόνια έφτασαν μετά από δύο εβδομάδες στις στέπες και την έρημο του νότιου Καζακστάν. Η βίαιη εκτόπιση του 1949 ήταν ένας ακόμα κρίκος στην αλυσίδα των διώξεων και των εξοριών των Ελλήνων της ΕΣΣΔ που ξεκίνησε το 1937 έως το 1939 με την επωνυμία «Ελληνική Επιχείρηση»[5]. Ο Αμερικάνος συγγραφέας Terry Tempest William είπε περί αυτού: «Η μνήμη είναι ο μόνος δρόμος προς το σπίτι μας».
Μνήμες, Όνειρα και μια Νέα Πραγματικότητα
Έλληνες από το Καζακστάν επώνυμα και ανώνυμα, μετανάστες-πρόσφυγες με την ιδιότητα «Παλιννοστούντες», περιγράφουν όσα έζησαν από την επιλογή τους να ζήσουν στην «Πατρίδα» για ένα καλύτερο μέλλον για αυτούς και τα παιδιά τους. Ο κύριος Βασίλης Σταυρίδης μαζί με τους συμπατριώτες του κ. Γιώργο Παπαζησίδη και κ. Γιάννη μου άνοιξαν το σπίτι τους, την ψυχή τους, τις μνήμες τους για όλα όσα έζησαν στην πατρίδα που γεννήθηκαν και την πατρίδα που επέλεξαν να συνεχίσουν τη ζωή τους. Γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1960. Οι γονείς τους ήταν Πόντιοι που έφυγαν από τη Γεωργία το 1949, με τις αρχές της Σοβιετικής Ένωσης να τους λένε ότι προορισμός τους είναι η Ελλάδα. Οι παππούδες του κ. Βασίλη, Παναγιώτης και Σουρμαλού, όπως και του κ. Γιάννη, κατάγονταν από τη Τραπεζούντα.
Η ζωή στο Καζακστάν, αν και δύσκολη, ήταν ήρεμη και όμορφη. Οι γονείς ήταν αρχικά γεωργοί, όμως αργότερα ασχολήθηκαν με επαγγέλματα που είχαν σαν αντικείμενο την επισκευή αυτοκινήτων. Ήταν συντοπίτες στο Καζακστάν, γνωρίστηκαν όμως στην Ελλάδα. Παράδοση της οικογένειας ήταν η ενδυμασία με σταυρό ραμμένο εντός των ρούχων τους, ώστε να μην προκαλούν. Μετά το 1965 άρχισαν να εμφανίζονται σύλλογοι και αυτοσχέδιες εκκλησίες και η Χριστιανοσύνη βρήκε καταφύγιο στα πρόχειρα καταλύματα που έφτιαχναν μόνοι τους. Τα ελληνικά διδάσκονταν εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος.
Οι γονείς τους, όταν γεννήθηκαν τα νέα «ελληνόπουλα», τα δήλωσαν ταχυδρομικώς στο προξενείο της Ελλάδος στη Μόσχα. Ακόμη κι αν δεν είχαν την υπηκοότητα, λόγω αυτής της εγγραφής, έγιναν δεκτοί επειδή είχαν λάβει πρόσκληση από τους ‘Έλληνες συγγενείς τους. Οι σπουδές τους ήταν η βασική εκπαίδευση κι έπειτα το τεχνικό σχολείο για την ειδικότητα που οικογενειακώς είχαν αφετηρία. Οι οικογένειες διέθεταν «εκ χαρίσματος» σπίτι και κτήματα. Τα παιδικά τους χρόνια τα θυμούνται με νοσταλγία. Τα χαρακτηρίζουν «παραμυθένια». Θυμούνται ότι «υπήρχε φτώχεια όμως καθόλου ζήλια». «Δεν υπήρχαν πολλά μαγαζιά για να αγοράσουν ρούχα ωστόσο μπορούσαν να αγοράσουν το ύφασμα και να το ράψουν όπως εκείνοι επιθυμούσαν στα δημόσια ραφεία».
Έκαναν τη στρατιωτική τους θητεία στο στρατό ξηράς της ΕΣΣΔ για δύο χρόνια. Ο κ. Βασίλης αναφέρει ότι υπηρέτησε δύο βδομάδες στο Αφγανιστάν εν μέσω Σοβιετικής κατοχής και ο λίγος χρόνος δικαιολογείται κατά εκείνον από το γεγονός της ελληνικής καταγωγής, επειδή ο στρατός δεν επιθυμούσε χριστιανούς να πολεμούν μουσουλμάνους. «Η όποια δράση του κράτους εκεί μπορούσε να έχει οποιοδήποτε άλλο νόημα, όχι όμως εκείνο του θρησκευτικού φανατισμού, καθώς το επίσημο καθεστώς ήταν αθεϊστικό». Ο κ. Γιώργος, καθώς είχε θείο εισαγγελέα, δήλωσε αυτόν και τα αδέρφια του ανίκανους στη Σοβιετική στρατολογία κι έτσι δεν υπηρέτησε στο στρατό της ΕΣΣΔ.
Οι Έλληνες δεν επέλεγαν στην πλειοψηφία τους το δημόσιο χώρο εργασίας, αλλά αντίθετα προτιμούσαν ελεύθερες και ανεξάρτητες, κυρίως χειρωνακτικές εργασίες. Αν και το καθεστώς προωθούσε πολύ τη γυναικεία χειραφέτηση, οι ελληνικές οικογένειες δε συνιστούσαν στις κόρες τους να σπουδάσουν. Λίγες ήταν αυτές που το έκαναν. Για να μην γίνει ανάμιξη των πληθυσμών οι ελληνικές οικογένειες συμφωνούσαν γάμους ανάμεσα στα παιδιά τους σε μικρή ηλικία, αν και δεν απαγορευόταν να νυμφευτούν άλλου θρησκεύματος άτομα με μόνη υποχρέωση τα κορίτσια να ασπάζονται τα ήθη και τα έθιμα του συζύγου. Οι θρησκευτικές τελετές τελούνταν στο Ουζμπεκιστάν. Αυτή η πρακτική ήταν συνηθισμένη στις ελληνικές κοινότητες, καθώς υπήρχε άλλο καθεστώς οικογενειακού δικαίου σε αυτό το κρατίδιο.
Η σύζυγος του κ. Βασίλη σπούδασε ιατρική στην Αγία Πετρούπολη ωστόσο, στη «νέα πατρίδα», όπως την αναφέρει ο κ. Γιάννης στη συνέχεια, δεν αναγνωρίστηκε ο τίτλος του πτυχίου της και αναγκάστηκε μετά την εγκατάστασή τους να ασχοληθεί με παρεμφερές επάγγελμα.
Στο Καζακστάν επί Σοβιετικής Ένωσης, ενώ υπήρχε διαφθορά, χαρακτηριστικό γνώρισμα προς το τέλος της ΕΣΣΔ ήταν ότι «δεν υπήρχε άγχος». «Το κράτος προφύλασσε τους πολίτες προς κάθε τους ανάγκη και δεν υπήρχε απορία που να μην μπορεί να απαντηθεί στα πλαίσια της λειτουργίας του». Ο κ. Γιάννης σήμερα πιστεύει πως αν συνέχιζε η ΕΣΣΔ την ύπαρξη της, εκείνος θα γύριζε πίσω. «Δεν υπήρχαν πολλά, υπήρχε όμως σεβασμός, κατανόηση, σχολεία και νοσοκομεία».
Παρόλα ταύτα οι οικογένειες προσπαθούσαν να έρθουν στην Ελλάδα από τη δεκαετία του 1960. Εν τέλει τα κατάφεραν από το 1989 μέχρι το 1992. Η ενημέρωση για την εξ αίματος πατρίδα όπως δηλώνουν και αυτοί αντιληφθήκαν, ξεκίνησε το 1965 με τα πρώτα γράμματα, φωτογραφίες, δίσκους μουσικής και άλλα μικροπράγματα που μπορούσαν να σταλούν ταχυδρομικώς περνώντας από λογοκρισία και από τις δύο χώρες. Το 1968 σε μια τουριστική επίσκεψη της μητέρας του ενός συνομιλητή μου, μου ανέφερε τα δώρα που επιστρέφοντας είχε μαζί της, μαζί με τις καλύτερες εικόνες. Τα δώρα αυτά ήταν τεχνολογικής φύσης, τα οποία ήταν δυσεύρετα έως ανύπαρκτα στην επαρχιακή πόλη τους. Τοιουτοτρόπως, άθελα ή ηθελημένα, η μητέρα ξεσήκωσε τα παιδιά να ονειρεύονται τη χαμένη πατρίδα.
Ισχυρίζονται πως «έφυγαν οικογενειακώς από το Καζακστάν προκειμένου να μη γίνουν μουσουλμάνοι». Προς το τέλος της ΕΣΣΔ «ο Καζακικός εθνικισμός έδιωχνε έμμεσα τους ξένους μέσω προπαγάνδας. Στόχος τους ήταν η εθνική ομοιογένεια βάσει θρησκείας». Έτσι αντιλαμβανόμαστε τον κίνδυνο που ανέφεραν όλοι να μη χάσουν την πίστη τους. «Οι Καζάκοι έκαναν εθνική εξέγερση κατά της ρωσικής επιρροής η οποία έληξε με τη σφαγή της Αστάνα».
Οι συγγενείς που ήταν εγκατεστημένοι πριν από εκείνους τους προσέφεραν στέγη και βοήθεια στον «επαναπατρισμό». Η Ελλάδα πρόσφερε επίδομα εγκατάστασης και ελληνική ιθαγένεια ώστε άμεσα να μπορέσουν να τακτοποιηθούν, όπως επίσης σχολεία για την εκμάθηση της γλώσσας για όσους ενήλικες ενδιαφέρονταν και επιδοτούμενες εργασίες προς απασχόληση. Έφεραν μαζί τους ρούβλια, όμως το ξένο αυτό νόμισμα δεν γινόταν δεκτό από τις ελληνικές τράπεζες. Έτσι οι νεοαφιχθέντες οργάνωναν αυτοσχέδιες αγορές τύπου λαϊκής, χωρίς αδειοδοτήσεις εκ του δήμων, προκειμένου να κυκλοφορήσει μεταξύ τους το προαναφερθέν αλλοδαπό ποσό. Τέτοια παραδείγματα μπορούν να ευρεθούν έως σήμερα στις γειτονιές όπου το πλήθος αυτών εγκαταστάθηκαν.
Στην Ελλάδα πλήρωσαν την ελληνική στρατολογία προκειμένου να εξαγοράσουν τη θητεία τους. Ήθελαν όσο τίποτε άλλο να είναι Έλληνες, αλλά όχι να επαναλάβουν τη στρατιωτική θητεία σε μεγαλύτερη ηλικία. Στην νέα πατρίδα βίωσαν το ρατσισμό και το φόβο για περιθωριοποίηση. Κυριαρχούσε η απογοήτευση από τις δημόσιες υπηρεσίες που τις έλεγαν «ανοργάνωτες χωρίς συντεταγμένη υποδοχή». Επιπρόσθετα, οι οργανώσεις ή σύλλογοι, για τις οποίες τους είχαν «πληροφορήσει οι αρχές», δεν υφίσταντο πουθενά, ενώ υπήρχε φόβος για τη μεταχείριση των παιδιών στα σχολεία.
Συμφώνησαν και οι τρεις με τη φράση του κ. Γιώργου: Στη «νέα μου Πατρίδα βίωσα ρατσισμό στο επαγγελματικό περιβάλλον, φόβο και περιθωριοποίηση». Όμως με υπομονή και προσπάθεια, με τα παιδιά τους «οδηγούς», προσαρμόστηκαν στα καινούρια δεδομένα. Όλοι τους διατηρούν ακόμη σχέσεις με τη Ρωσία και το Καζακστάν. Υπάρχουν συγγενείς φίλοι και ίσως προσωπικές περιουσίες. Από όσο γνωρίζουν, όλοι όσοι έμειναν πίσω είχαν και έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους ίδιους τα χρόνια εκείνα.
Μόνο ο κ. Γιάννης θεωρεί ακόμη και σήμερα το Καζακστάν ως «Πατρίδα» του και το αναπολεί, αλλά δεν τον συνδέει τίποτα πλέον εκεί, μόνο το παρελθόν. Με συγκίνηση αναφέρει το γεγονός πως «θα επιθυμούσε να επιστρέψει ξανά στη στέπα που άφησε». Στη νέα πατρίδα, οι «Παλλινοστούντες» προσάρμοσαν τα ελεύθερα επαγγέλματά τους στα δεδομένα της εποχής και ξεκίνησαν αλληλοβοηθούμενοι σαν ομάδες. Έτσι, σιγά σιγά η ελληνική κοινότητα τους αγκάλιασε και τους εμπιστεύτηκε.
Συμπέρασμα
Οι αφηγητές ασκούν το επάγγελμα που είχαν. Στο συγγενικό και φιλικό τους περιβάλλον υπάρχουν άτομα που, ενώ ασκούσαν το αντικείμενο των σπουδών τους, στην Ελλάδα δεν μπόρεσαν να βρουν κάτι αντίστοιχο επειδή δεν υπήρχε συνάφεια των πτυχίων τους, με συνέπεια να προσαρμοστούν σε παρεμφερείς εργασίες, μειώνοντας τη δυναμική τους.
Όμως η επιθυμία να επιστρέψουν στην «πατρίδα» ήταν πάντα δυνατή. Ακόμη και μια επίσκεψη στην Ελλάδα ήταν για αυτούς ένας διακαής πόθος. Με την ένδειξη «Παλιννοστούντες», οι αρχές τους βοήθησαν να ενταχθούν γρήγορα και έχουμε άλλωστε παραδείγματα μεταναστών στη χώρα μας που παραμένουν παράνομοι πολλά χρόνια.
Στην πλειονότητα δηλώνουν «ικανοποιημένοι με αυτή τους την επιλογή και υποστηρίζουν ότι παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισαν και αντιμετωπίζουν δεν έχουν μετανιώσει, ούτε επιθυμούν να φύγουν. Έχουν ενσωματωθεί στην ελληνική κοινωνία. Νοσταλγούν, μα η πολυπόθητη πατρίδα τους είναι η Ελλάδα». Αν θεωρούν εαυτόν «Έλληνες», τότε είναι «Παλιννοστούντες», όχι όμως με τη φυσική έννοια, αλλά την πνευματική. Δεν γεννήθηκαν τα σώματα τους στην Ελλάδα για να είναι ορθός ο όρος του «Επαναπατρισμού», το πνεύμα τους ωστόσο, εκ γενετής γαλουχήθηκε με την Ελλάδα ως Πατρίδα.
[1] Βλ. Κασιμάτη Κ. κ.α., Πόντιοι μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Κοινωνική και Οικονομική τους ένταξη, Υπουργείο Πολιτισμού, Γενική γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, ΚΕΚΜΟΚΟΠ, Αθήνα 1992.
[2] Ε. Χαραλαμπίδου, «Οι εγκαταστάσεις των παλιννοστούντων από την πρώην Σοβιετική Ένωση στον νομό Ημαθίας μέσα από δημοτικά αρχεία και συνεντεύξεις», Μεταπτυχιακή εργασία, Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας – Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Φλώρινα 2020.
[3] Ε. Σωτήρχου, «Πίσω από τη μετανάστευση κρύβεται πάντα η ανισότητα», Η Εφημερίδα των Συντακτών 13/04/2019 https://www.efsyn.gr/ellada/dikaiomata/191309_piso-apo-ti-metanasteysi-krybetai-panta-i-anisotita
[4] https://mikrasiatis.gr/prosfyges-tou-22-sti-mitera-patrida/
[5] Pontos news 13/06/2021 https://www.pontosnews.gr/654852/pontos/mazikes-exories-ellinon-essd-tsenkelidis/